Η συσσωρευμένη γνώση όσον αφορά την κατανόησή μας σχετικά με τις περισσότε- ρες χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του δέρματος έχει αποκτηθεί με τη βοήθεια της προόδου στην επιδημιολογία, την ανοσολογία και τη μελέτη του γονιδιώματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των μικροβιακών οργανισμών εξεταζόταν πάντα σε σχέ- ση με τα παθογόνα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, αρκετά πρόσφατα και λόγω της σύγχρονης μεταγενομικής ανάλυσης, έχει καταστεί σαφές ότι, όπως συμβαίνει και σε άλλα όργανα, το μη πάσχον δέρμα αποικίζεται από μια πολυπληθή κοινότη- τα συμβιωτικών μικροοργανισμών, η ποικιλομορφία των οποίων μπορεί να είναι κομβική για ένα υγιές δέρμα. Έτσι, αναδύεται μια νέα εικόνα, κατά την οποία αφ’ ενός ένα ισορροπημένο και ποικιλόμορφο μικροβίωμα φαίνεται να εμπλέκεται σε διάλογο με τα επιθηλιακά κύτταρα προκειμένου να ελέγχει την ανάπτυξη δυνητι- κά παθογόνων μικροβίων, αφ’ ετέρου, αρκετές ασθένειες έχει αποδειχθεί ότι χα- ρακτηρίζονται από μια μη φυσιολογική μικροβιακή αποίκιση (την αποκαλούμενη «δυσβίωση»), ο παθοφυσιολογικός ρόλος της οποίας παραμένει διαφιλονικούμε- νος. Αν και έχουμε μόλις αρχίσει να διερευνούμε και να κατανοούμε αυτή την πο- λύπλοκη αλληλεπίδραση, εικάζεται ότι, εν προκειμένω όπως και για αρκετές οξεί- ες ασθένειες του εντέρου, ο άμεσος χειρισμός του μικροβιώματος του δέρματος, με σκοπό την αποκατάσταση της αρχικής ποικιλομορφίας, μπορεί να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα θεραπευτική προσέγγιση για αρκετές ασθένειες. Είναι ενδιαφέρον ότι μια τέτοια στρατηγική αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης αρκετά χρόνια πριν για την ατοπική δερματίτιδα. Τότε εικαζόταν ότι, βάσει παρατηρήσεων που έγιναν στο ιαματικό θεραπευτικό κέ- ντρο της μικρής γαλλικής πόλης La Roche-Posay, ένα μαλακτικό σε συνδυασμό με την βιομάζα λύσης του βακτηρίου Vitreoscilla Filiformis (VF), το οποίο αναπτύσ- σεται σε ιαματικά νερά, μπορεί να επηρεάσει το κλινικό αποτέλεσμα της ασθένειας.
Πράγματι, οι Gueniche και συνεργάτες (Abstract 1) ανέφεραν σημαντική βελτίω- ση με αυτή τη στρατηγική σε ασθενείς με ατοπική δερματίδα σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση British Journal of Dermatology το 2008, πριν δημοσιευθούν οι περισσότερες εμβληματικές εργασίες σχετικά με την πολυπλο- κότητα και τον ενδεχόμενο ρόλο του μικροβιώματος στο δέρμα. Τα ενθαρρυντικά αυτά αποτελέσματα οδήγησαν τους επιστήμονες να αναλύσουν περαιτέρω τους μηχανισμούς που εμπλέκονται σε αυτή την ασυνήθιστη παρατήρηση. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Clinical, Cosmetic and Investigational Dermatology (Abstract 2), οι Mahe και συνεργάτες έδειξαν ότι λύμα του Aqua Posae Filiformis (APF), το οποίο προκύπτει από την ανάπτυξη VF στο Ιαματικό Νερό της La Roche-Posay, ήταν ικανό να ενεργοποιήσει κύτταρα μέσω του υποδοχέα Toll-like 2 και να έχει αντίκτυπο στην έκφραση της υπεροξειδικής δισμουτάσης 2, των αντιμικροβιακών πεπτιδίων και της πρωτεΐνης S100A7. Τα πειράματα αυτά υπέδειξαν σαφώς ότι εκχυλίσματα VF μπορούν να διε- γείρουν σημαντικά συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος του δέρματος. Ως εκ τούτου, ζούμε μια συναρπαστική νέα εποχή στη δερματολογία όπου ο ρόλος των «μόνιμων μικροβιακών φιλοξενουμένων» μας μόλις αρχίζει να γίνεται κατα- νοητός. Υπάρχουν ορισμένα κλινικά και πειραματικά δεδομένα που υποστηρίζουν την έννοια του μικροβιώματος του δέρματος ως καίριου παράγοντα ρύθμισης του υγιούς και πάσχοντος δέρματος, καθώς και το γεγονός ότι αυτή η γνώση παρέχει νέες δυνατότητες για θεραπευτικές παρεμβάσεις που στοχεύουν το μικροβίωμα. Σε μια πιο πρόσφατη επισκόπηση από τους Nakatsuji και Gallo (Abstract 3) απει- κονίζονται τα πιθανά σενάρια και οι μηχανισμοί δράσης. Ωστόσο, η ακριβής και βαθύτερη κατανόηση του μετα-μεταγραφικού προτύπου του μικροβιώματος του δέρματος, καθώς και των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων με- ταξύ των συμβιωτικών μικροοργανισμών, των παθογόνων και του συστήματος φυ- σικής ανοσίας στο δέρμα είναι αναγκαία για τον σχεδιασμό αυτών των καινοτόμων θεραπευτικών στρατηγικών ελέγχου της ατοπικής δερματίτιδας και πιθανώς, άλ- λων χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων του δέρματος, όπως η ακμή, η ροδόχρους νόσος ή η ψωρίαση.
Γράφει ο Καθ. Thomas Bieber, MD, PhD, MDRA Τμήμα Δερματολογίας και Αλλεργίας, Πανεπιστήμιο της Βόννης, Γερμανία